- σκολοπένδρας
- σκολοπένδρᾱς , σκολόπενδραscolopendrafem acc plσκολοπένδρᾱς , σκολόπενδραscolopendrafem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σκολοπενδρώδης — ῶδες, Α [σκολόπενδρα] 1. αυτός που μοιάζει με σκολόπενδρα, που έχει το σχήμα σκολόπενδρας 2. (για όρος ή λόφο) αυτός που έχει πολλές προεξέχουσες υπώρειες σαν τα πόδια τής σκολόπενδρας («πολλοὺς δ ἔχουσα πρόποδας ἡ Ἴδη καὶ σκολοπενδρώδης... τὸ… … Dictionary of Greek
ψαλίδα — Έντομο της οικογένειας των φορφικουλιδών της τάξης των δερματόπτερων, γνωστό επιστημονικά ως φορφικούλη η ωτική. Πρόκειται για αρπακτικό έντομο, που γεννά τα αβγά του στο έδαφος και τα προσέχει ώσπου να εκκολαφθούν. * * * η / ψαλίς, ίδος, ΝΜΑ,… … Dictionary of Greek